-
1 ιδρυσις
1) возведение, сооружение, постройка(ἱερῶν Plat.; πόλεως Plut.)
2) храм, святилище3) изображение, изваяние(Ἑρμέω ἱδρύσιες Anth. - с ῠ)
4) местопребывание, местонахождение, место(οὐκ ἔχειν ἵδρυσιν Plut.)
См. также в других словарях:
ίδρυση — η (ΑΜ ίδρυσις) [ιδρύω] 1. ανέγερση, οικοδόμηση (α. «ίδρυση σχολείου» β. «ἱερῶν ἱδρύσεις») 2. συγκρότηση, σύσταση («ίδρυση συλλόγου») μσν. αρχ. 1. σταθερότητα 2. το να καταστεί σταθερό κάτι, σταθεροποίηση 3. έδρα επισκόπου, θρόνος επισκόπου (| αρχ … Dictionary of Greek