Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

(Ἑρμέω ἱδρύσιες

См. также в других словарях:

  • ίδρυση — η (ΑΜ ίδρυσις) [ιδρύω] 1. ανέγερση, οικοδόμηση (α. «ίδρυση σχολείου» β. «ἱερῶν ἱδρύσεις») 2. συγκρότηση, σύσταση («ίδρυση συλλόγου») μσν. αρχ. 1. σταθερότητα 2. το να καταστεί σταθερό κάτι, σταθεροποίηση 3. έδρα επισκόπου, θρόνος επισκόπου (| αρχ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»